1.5.13

Ο μόχθος και η εργασία.

Hannah Arendt(1906-1976).
 Γερμανίδα φιλόσοφος, εβραϊκής καταγωγής,
που μετά την άνοδο του ναζισμού
κατέφυγε στη Ν. Υόρκη.

Το παρακάτω κείμενο είναι μια περίληψη, ελεύθερη απόδοση, του κεφαλαίου "ο μόχθος και το έργο" από το "η ανθρώπινη κατάσταση (Vita Activa)", της Χάννα Άρεντ, με την ευκαιρία της 1ης Μάη και την ιστορική  θέση της εργασίας.

Η Χάννα Άρεντ έκανε μια διάκριση ανάμεσα στον μόχθο και την εργασία, μια διάκριση που θεωρεί ότι έχει μελετηθεί πολύ λίγο αν και αποτελεί ιστορικό γεγονός. Δεν είναι τυχαίο ότι όλες σχεδόν οι ευρωπαϊκές γλώσσες περιέχουν δύο άσχετες ετυμολογικά λέξεις για να δηλώσουν αυτό που φτάσαμε τελικά να θεωρούμε ως μία και την αυτή δραστηριότητα.
Η ελληνική γλώσσα κάνει διάκριση μεταξύ του πονείν και του εργάζεσθαι, η λατινική μεταξύ του laborare και του facere ή του fabricari, η γαλλική μεταξύ του travailler και του oeubrer, η γερμανική μεταξύ του arbaiten και του werken. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις μόνο τα ισοδύναμα του labor(μόχθος) έχουν την έννοια του πόνου και του κόπου. Σε αντίθεση προς την τρέχουσα αγγλική χρήση της λέξης labor, οι λέξεις travailler και arbeiten έχουν σχεδόν χάσει την αρχική σημασία του πόνου και του κόπου. Η γερμανική arbeit χρησιμοποιούνταν αρχικά μόνο για να δηλωθεί η αγροτική εργασία που εκτελούσαν οι δουλοπάροικοι και όχι η εργασία του τεχνίτη, η οποία ονομαζόταν werk. H γαλλική travailler αντικατέστησε την παλαιότερη labouer και παράγεται από το tripalium, ένα είδος βασανιστηρίου.
Ilya Repin. Barge haulers on the Volga. 1873.
Είναι η αρχαιοαλληνική διάκριση ανάμεσα στον χειροτέχνη, στον οποίον αντιστοιχεί το γερμανικό handwerker, και σ' εκείνους, οι οποίοι, όπως “οι δούλοι και τα υποζύγια εξυπηρετούν τις ανάγκες του βίου”, όπως αναφέρει ο Αριστοτέλης στα Πολιτικά.
Η λέξη μόχθος νοούμενη ως ουσιαστικό, δεν σημαίνει ποτέ το τελειωμένο προϊόν, το αποτέλεσμα του μοχθείν, ενώ το ίδιο το προϊόν, το έργον, σχηματίζεται από τη ρίζα του εργάζομαι. Στις πόλεις κράτη της κλασσικής Ελλάδας υπήρχε περιφρόνηση για τη διαδικασία του μόχθου, η οποία έχει σχέση με την αντίληψη της απελευθέρωσης από την ανάγκη και μια εξ ίσου δυσανασχέτηση για όποια προσπάθεια δεν άφηνε κανένα ίχνος, κανένα μνημείο, κανένα μεγάλο αξιομνημόνευτο έργο, αντιλήψεις που εξαπλώθηκαν μαζί με τις αυξανόμενες απαιτήσεις της ζωής των πόλεων πάνω στον χρόνο των πολιτών και την αξίωση να συμμετέχουν στα δημόσια πράγματα, πράγμα που απαιτούσε την αποχή(σχολή) από οτιδήποτε απαιτούσε μόχθο.
Πριν την ολοκληρωμένη ανάπτυξη της πόλης κράτους, η διάκριση ήταν απλώς ανάμεσα στους δούλους, τους ηττημένους εχθρούς(δμώες ή δούλοι), οι οποίοι οδηγούνταν μαζί με τα άλλα λάφυρα στο νοικοκυριό του νικητή όπου ως τρόφιμοί του(οικέται) δούλευαν για τη ζωή τη δική τους και του κυρίου τους και από την άλλη στους δημιουργούς, τους τεχνίτες, οι οποίοι προέρχονταν γενικά από τον λαό και κυκλοφορούσαν ελεύθερα μέσα στη δημόσια σφαίρα. Από τα τέλη του πέμπτου αιώνα και μετά άρχισε η πόλις να ταξινομεί τα επαγγέλματα ανάλογα με την προσπάθεια που απαιτούσαν, έτσι ο Αριστοτέλης θεωρούσε ταπεινότερο από αυτά εκείνο “το οποίο φθείρει περισσότερο το σώμα”. Ο Ξενοφών(Απομνημονεύματα) αναφέρει ότι ο Σωκράτης είχε κατηγορηθεί και επειδή ανέφερε τον στίχο του Ησίοδου, “δεν είναι όνειδος η εργασία αλλά η αεργία” . Η κατηγορία ήταν ότι ο Σωκράτης είχε ενσταλλάξει στους μαθητές του δουλικό πνεύμα.
Πριν τη δημιουργία των πόλεων κρατών, στην ομηρική εποχή υπήρχε περιφρόνηση μόνο για εκείνες τις δραστηριότητες που εξυπηρετούν απλώς τη διατήρηση της ζωής. Ο Πάρις και ο Οδυσσέας βοηθούν στο χτίσιμο των σπιτιών τους, η Ναυσικά πλένει η ίδια τα ασπρόρουχα των αδελφών της κλπ. Όλα αυτά αποτελούν μέρος της αυτάρκειας του ομηρικού ήρωα, της ανεξαρτησίας του και της αυτονομίας του ατόμου του. Καμιά εργασία δεν είναι χυδαία, αν σημαίνει μεγαλύτερη ανεξαρτησία. Η ίδια ακριβώς δραστηριότητα μπορεί κάλλιστα να αποτελεί σημείο δουλικότητας, αν δεν αποτελεί έκφραση κυριαρχίας παρά υποταγής στην ανάγκη.
Στον Ησίοδο(Έργα και Ημέραι) μόνο η εργασία οφείλεται στην Έριδα, τη θεά της άμιλλας, ενώ ο μόχθος, όπως και όλα τα άλλα δεινά, βγήκαν από το κουτί της Πανδώρας και είναι η τιμωρία του Δία επειδή “τον εξαπάτησε ο πανούργος Προμηθέας”.

Η αντίληψη ότι ο μόχθος αλλά και η εργασία γενικότερα, περιφρονούνταν στην αρχαιότητα επειδή αποτελούσε υποχρέωση αποκλειστικά των δούλων, δεν είναι σωστή. Αντίθετα πίστευαν το αντίθετο. Δηλαδή ήταν η δουλική φύση αυτών των ασχολιών που δεν επιτρέπουν τον άνθρωπο να είναι ελεύθερος, πέρα από την ανάγκη και αυτός ήταν ο λόγος πάνω στον οποίον θεμελιώνονταν η αντίληψή τους για τον θεσμό της δουλείας. Το να μοχθεί κανείς σήμαινε να είναι υποταγμένος στην ανάγκη. Ο ξεπεσμός του δούλου ήταν πλήγμα της μοίρας, μιας μοίρας χειρότερης από το θάνατο, διότι συνοδευόταν από μια μεταμόρφωση του ανθρώπου σε κάτι συγγενικό προς το υποζύγιο. Ο θεσμός της δουλείας στην αρχαιότητα, όχι όμως και στις μετέπειτα εποχές, δεν αποτελούσε επινόημα για φθηνή εργασία ούτε μέσο εκμετάλλευσης με σκοπό το κέρδος, αλλά ήταν μάλλον μια προσπάθεια να αποκλειστεί ο μόχθος από τις συνθήκες της ανθρώπινης ζωής. Αυτό ήταν και η αιτιολογία της πολύ παρεξηγημένης θεωρίας για τη μη ανθρώπινη φύση του δούλου. Ο Αριστοτέλης ο οποίος υποστήριξε αυτή τη θεωρία, πεθαίνοντας ελευθέρωσε τους δούλους του, δείχνοντας με αυτό τον τρόπο την ουσία της αντίληψής του.
Στις πόλεις κράτη το κριτήριο ήταν αν ο περισσότερος χρόνος και προσπάθεια καταναλώνονται ιδιωτικά ή δημόσια; Η επαγγελματική απασχόληση έχει ως κίνητρο το ενδιαφέρον για τις ιδιωτικές ή τις δημόσιες υποθέσεις; Την cura privati negotii ή την cura rei publicae που αναφέρει ο Κικέρωνας(De re publica); Αν και οι φιλόσοφοι στη συνέχεια θεωρήσανε κάθε δραστηριότητα προϊόν της ανάγκης και αντιπαρέβαλλαν την ενατένιση σε κάθε είδος δραστηριότητας.

Στη σύγχρονη εποχή, με την αντιστροφή που επέφερε σε όλες τις παραδόσεις, στην καθιερωμένη ιεραρχική τάξη πράξης και ενατένισης, εξυμνώντας την εργασία ως πηγή όλων των αξιών και εξυψώνοντας το animal laborans στη θέση που από παράδοση κατείχε το animal rasionale, δεν αντιδιαστέλλει σαφώς το animal laborans προς το animal faber. Αν και συναντούμε τη διάκριση ανάμεσα στον παραγωγικό και στον μη παραγωγικό μόχθο, κατόπιν τη διάκριση ανάμεσα σε ειδικευμένη και ανειδίκευτη εργασία και τέλος τον καταμερισμό ανάμεσα σε χειρωνακτικό και διανοητικό μόχθο. Από τις τρεις αυτές διακρίσεις, αυτή ανάμεσα στον παραγωγικό και τον μη παραγωγικό μόχθο προχωρεί βαθύτερα στην καρδιά του ζητήματος και δεν είναι τυχαίο ότι οι δύο μεγάλοι θεωρητικοί αυτού του χώρου, ο Adam Smith και ο Karl Marx στήριζαν στη διάκριση αυτή όλο το οικοδόμημα της επιχειρηματολογίας τους. Ο λόγος που εξυψώθηκε ο μόχθος κατά τη νεότερη εποχή ήταν η “παραγωγικότητά” του και η φαινομενικά βλάσφημη ιδέα του Μαρξ ότι ο μόχθος και όχι ο Θεός δημιούργησε τον άνθρωπο. Τόσο στον Σμιθ όσο και στον Μαρξ υπάρχει η διάκριση ανάμεσα στον παραγωγικό και τον μη παραγωγικό μόχθο, που αποτελεί και τη διάκριση ανάμεσα στην εργασία και τον μόχθο που δεν αφήνει πίσω του τίποτα, επειδή το αποτέλεσμα της προσπάθειάς του καταναλώνεται σχεδόν το ίδιο γρήγορα όσο και η προσπάθεια που ξοδεύεται. Αυτή η προσπάθεια, παρ' όλη τη ματαιότητά της, γεννιέται από μια μεγάλη πιεστική ανάγκη, αφού απ' αυτήν εξαρτάται η ίδια η ζωή. Η νεότερη εποχή γενικά αλλά και ο Μαρξ, θαμπωμένοι από την άνευ προηγουμένου παραγωγικότητα του δυτικού ανθρώπου, είχαν μια τάση να θεωρούν κάθε μόχθο ως εργασία, ελπίζοντας πως δεν χρειαζόταν παρά ένα βήμα ακόμη για να καταργηθεί ο μόχθος και η ανάγκη. Η ίδια η δραστηριότητα του μοχθείν, άσχετα από τις ιστορικές περιστάσεις και ανεξάρτητα από τη θέση της μέσα στον ιδιωτικό ή τον δημόσιο χώρο, είναι από μόνη της “παραγωγική”, αδιάφορο πόσο μηδαμινά ή βραχύβια είναι τα προϊόντα της. Η παραγωγικότητα αυτή έγκειται στην ίδια την ανθρώπινη δύναμη, που δεν εξαντλείται όταν έχει παράγει όσα μέσα χρειάζονται για τη δική της συντήρηση και επιβίωση, αλλά μπορεί να παράγει ένα πλεόνασμα, δηλαδή περισσότερα από όσα παράγονται για την αναπαραγωγή της. Αυτό που εξηγεί την παραγωγικότητα του μόχθου δεν είναι ο ίδιος ο μόχθος, αλλά το πλεόνασμα που δημιουργείται από την ανθρώπινη δύναμη του μοχθείν(arbeitkraft). Η εισαγωγή αυτού του όρου από τον Μαρξ, όπως είπε ο Ένγκελς, αποτέλεσε το πιο πρωτότυπο και πιο επαναστατικό στοιχείο όλης της θεωρίας του.

* Χάννα Άρεντ. Η ανθρώπινη κατάσταση(Vita Activa). Εκδ. γνώση 2008. Μετάφραση Γ. Λυκιαρδόπουλος, Σ. Ροζάνης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: