30.10.12

Η βούληση και το κοινωνικό γίγνεσθαι.

Rene Magritte. The false mirror.

Το κοινωνικό γίγνεσθαι αποτελεί μια συνισταμένη των επιμέρους ατομικών και συλλογικών υποκειμένων και των βουλήσεών τους. Οι οποίες βουλήσεις εξαρτώνται από τις “υλικές”, αντικειμενικές συνθήκες της ζωής τους, οι οποίες όμως διαμορφώνονται και από τη δράση των επιμέρους βουλήσεων σε μία αλληλεξαρτώμενη σχέση.
Η βούληση στον άνθρωπο, που προκύπτει εξελικτικά, ιστορικά, με την ανάπτυξη της συνείδησης ανώτερης τάξης που τον χαρακτηρίζει, μπορεί και επιδρά με διάφορους τρόπους στις λεγόμενες “υλικές” συνθήκες οι οποίες την καθορίζουν και τις καθορίζει.
Μ' αυτή την έννοια ο άνθρωπος  είναι, όλο και ενεργητικότερα, συνδημιουργός του κοινωνικού γίγνεσθαι.
Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει μια “αμετάβλητη αλήθεια εκεί έξω” που προσπαθούμε να την ανακαλύψουμε. Υπάρχει ένα γίγνεσθαι που συντελείται και με τη δική μας παρέμβαση. Στη δημιουργία δηλαδή της “αλήθειας” συμμετέχουμε και εμείς.
Ο κάθε ξεχωριστός άνθρωπος, ως μέρος του συλλογικού υποκειμένου “άνθρωπος” διαμορφώνει την “αλήθεια” σε μια αλληλεπίδραση με το περιβάλλον, μέσω της βούλησής του η οποία με τη σειρά της εξαρτάται από φυσικούς παράγοντες, περιβαλλοντικές συνθήκες, κοινωνικές συνθήκες που διαμορφώνονται κλπ.

Η βούληση ενός υποκειμένου πηγάζει από τις βασικές του επιθυμίες, με πρώτη και κύρια την επιβίωσή του.
Οι διαφορές βρίσκονται στο πόσο παίρνει υπ' όψη στην επιδίωξη των επιθυμιών του περισσότερα δεδομένα(άλλες βουλήσεις, δεδομένα, φυσικοί περιορισμοί κλπ). Εδώ βρίσκεται και μια διαφορά της παιδικής σκέψης από τη σκέψη του ενήλικου. Για παράδειγμα στα παιδιά υπάρχει μόνο έκφραση επιθυμιών που δεν μπορούν να κάνουν καμία απόσπαση από τον εαυτό και να πάρουν υπ' όψη άλλα γενικότερα δεδομένα, σε αντίθεση με τον ενήλικο που προσπαθεί να κάνει μία συνεκτίμηση όσο το δυνατόν περισσότερων δεδομένων. Στην παιδική σκέψη επίσης βρίσκεται και μια από τις αιτίες της μυθολογικής σκέψης που μία από τις λειτουργίες της είναι να δώσει μια εξήγηση, “βεβαιότητα”, για τη θέση του ατόμου στον κόσμο που θα δράσει ανακουφιστικά και θα του δώσει ένα αίσθημα ασφάλειας. Ο ενήλικος θέλει και αυτός ασφάλεια μέσα από τη γνώση, γι αυτό άλλωστε την επιδιώκει, αλλά μπορεί να υπομείνει και μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας. Η επιστημονική σκέψη επιδιώκει την αμφισβήτηση ώστε να ελέγχει συνεχώς τις υποθέσεις που κάνει. Το αντίτιμο της “αβεβαιότητας” είναι οι πολύ περισσότερες δυνατότητες προσαρμογής μέσα από την εξέταση πολύ περισσότερων εναλλακτικών δυνατοτήτων.

Η πηγή των βασικών μας επιθυμιών εδράζεται πάνω στα συναισθήματα, στα κέντρα του ονομαζόμενου θηλαστικού εγκεφάλου που είναι κοινά, μιας και η εξέλιξη ήταν κοινή, με αυτά των θηλαστικών, που αναπτύχθηκαν για να υποστηρίξουν αποτελεσματικότερα την επιβίωση. Η συνεκτίμηση περισσότερων δεδομένων και η επιστημονική σκέψη, ο λόγος δηλαδή, συμβαδίζει με την ανάπτυξη στον άνθρωπο του μετωπιαίου λοβού και τη λογική σκέψη. Αυτό αποτελεί μια εξέλιξη που αναπτύσσει τη βούληση και την αυτονομία της προσωπικότητας. Τα άτομα που δεν έχουν ανεξαρτησία σκέψης, δεν έχουν και ανεπτυγμένη βούληση. Είναι άτομα που εξαρτώνται από τις γνώμες των άλλων. Και τελικά υποτάσσονται στις ισχυρές βουλήσεις όπως ένα παιδί υποτάσσεται στον ενήλικο.

Ο άνθρωπος εντασσόμενος σε διαρκώς ευρύτερα σύνολα (οικογένεια, έθνος, ανθρωπότητα, φύση) ουσιαστικά συνδυάζει τις επιθυμίες του με τα “συμφέροντα” αυτών των ευρύτερων συνόλων. Και επειδή είμαστε προϊόν μιας εξέλιξης που προκύπτει από την συνεχή επανάληψη και αντιγραφή (η οποία όμως υλοποιείται μέσα από την αλληλεπίδραση με το περιβάλλον και γι αυτό δεν είμαστε αντίγραφα αλλά υπάρχει μια συνεχής διαφοροποίηση), όλες αυτές οι “επιθυμίες” είναι αποτέλεσμα εγγραφών, πληροφοριών για δυνητικές δράσεις, που υλοποιούνται σε αλληλεπίδραση με το περιβάλλον. Εμφανίζονται δηλαδή στον κάθε ξεχωριστό άνθρωπο ως μια a priori, δυνητική γνώση, ενώ προέκυψαν από την αλληλεπίδραση του ανθρώπου και των προγόνων του με τη φύση σε βάθος εκατομμυρίων χρόνων. Είναι μια συσσώρευση γνώσης, η οποία όπως κάθε γνώση μπορεί να μεταβληθεί και μεταβάλλεται. Αυτές οι εγγραφές εκατομμυρίων χρόνων για δυνητικές δράσεις αντιπροσωπεύουν με έναν τρόπο στον εγκέφαλο όλο το συσσωρευμένο φορτίο των ιδεών της ανθρώπινης ιστορίας με το οποίο ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να αλληλεπιδράσει.
Αυτή η διαδικασία, η κίνηση, με τις προεγγραμμένες πληροφορίες, υλοποιείται σε αλληλεπίδραση με το περιβάλλον, γι αυτό και μεταβάλλεται, έχει μη γραμμική μορφή, μεγάλο βαθμό τυχαιότητας και μη προβλέψιμη εξέλιξη. Η προβλεψιμότητα έχει πιθανοκρατικό χαρακτήρα.

Έτσι στο κοινωνικό γίγνεσθαι με την ανάπτυξη του ρόλου της γνώσης, η βούληση παίζει όλο και πιο αποφασιστικό ρόλο. Στα κοπάδια των θηλαστικών ή στις πρωτόγονες ορδές βασικό ρόλο παίζανε οι φυσικές συνθήκες. Όσο αύξανε ο ρόλος της γνώσης και ο έλεγχος της φύσης τόσο γινόταν και πιο αποφασιστικός ο ρόλος της βούλησης.

Με βάση το σκεπτικό που αναπτύχθηκε παραπάνω, σημαίνει μήπως ότι η “αλήθεια” είναι μια καθαρά υποκειμενική υπόθεση, ο καθένας έχει την “αλήθεια” του; Αυτό ισχύει στο βαθμό ότι το κάθε υποκείμενο έχει τη δική του βούληση, την οποίαν εμείς, το άλλο υποκείμενο, πρέπει να την πάρουμε υπ' όψη. Σε τελική ανάλυση η “αλήθεια” του κοινωνικού γίγνεσθαι προκύπτει εκ των υστέρων, ως μια συνισταμένη ή το αποτέλεσμα των διαφορετικών δράσεων που αποδεικνύονται ικανές για την επιβίωση του συνόλου στο οποίο αναφέρονται. Είτε πρόκειται για έναν βιολογικό οργανισμό είτε για ένα κοινωνικό σύνολο.

Θεωρητικά δηλαδή κάθε βούληση είναι στον ίδιο βαθμό έγκυρη να διεκδικεί την επικράτησή της. Αλλά τότε γιατί εναντιωνόμαστε σε κάποιες βουλήσεις και τις αντίστοιχες ιδέες, αντιλήψεις, πράξεις, που αντιτίθενται σε ένα σύστημα αξιών, τις θεωρούμε “κακές” ή απάνθρωπες κλπ; Επειδή και στο επίπεδο της κοινωνίας, παρ' όλο ότι αποτελεί ένα γίγνεσθαι μεγάλης τυχαιότητας και εδώ δημιουργούνται αναγκαιότητες οι οποίες συνυπάρχουν με την τυχαιότητα. Όπως κάθε σύνολο που διατηρεί την “τάξη” του ώστε να συνεχίσει να υπάρχει. Οι δυνατές επιλογές σε κάθε φάση δεν είναι άπειρες αλλά πεπερασμένες. Όπως σε έναν βιολογικό οργανισμό οι δυνατές επιλογές δράσης περιορίζονται από φυσικές διαδικασίες που καθορίζουν την ομοιοστασία του οργανισμού με το περιβάλλον, έτσι και σε ένα κοινωνικό σύνολο, σε ένα άλλο επίπεδο “τάξης”, οι δυνατές επιλογές δράσης καθορίζονται από τη συσσωρευμένη εμπειρία, ας πούμε της ανθρωπότητας, ένα σύστημα αξιών δηλαδή και γνώσης, σε συνδυασμό με την αλληλεπίδραση των παραγόντων που θα επηρεάσουν ή θα καθορίσουν σε μια δεδομένη συγκυρία το αποτέλεσμα μιας βουλητικής ενέργειας.

Συχνά ένα υποκείμενο, θεωρεί ότι η δική του βούληση ταυτίζεται με την (μοναδική)αλήθεια. Αυτός αρνείται να μπει και στη θέση του άλλου. Να δει τη δική του “αλήθεια”. Αυτό είναι χαρακτηριστικό του φανατικού. Ο φανατικός ταυτίζει τη βούλησή του με την απόλυτη αλήθεια. Ταυτόχρονα ο φανατικός δεν έχει και αυτεπίγνωση. Η αδυναμία να δει τους άλλους είναι και αδυναμία να δει τον εαυτό του. Από τον εαυτό του το μόνο που βλέπει είναι η επιθυμία του, που εκφράζεται με την ιδέα, “αλήθεια”, που τον έχει καταλάβει. Το να μπορεί να έρθει στη θέση του άλλου αποτελεί προϋπόθεση για να έχει μια πιο συνολική άποψη, πιο πολλά δεδομένα, ώστε να υπάρχει όσο το δυνατόν πιο μακροπρόθεσμη εξυπηρέτηση των συμφερόντων του.

Οι έννοιες του υλισμού και του ιδεαλισμού.
Οι έννοιες του υλισμού και του ιδεαλισμού στηρίχθηκαν στην αντίληψη ότι υπάρχουν δύο διαφορετικές και ανεξάρτητες μεταξύ τους καταστάσεις. Μια υλική και μία πνευματική. Μια αντίληψη που πηγάζει από τον αρχικό διαχωρισμό που έγινε με τις αντιλήψεις του ανιμισμού στο σώμα και την ψυχή. Ένας διαχωρισμός που εξηγείται από τις αρχικές δυνατότητες κατανόησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς και της σχέσης του ανθρώπου με τη φύση.
Στην νεότερη εποχή αυτός ο διαχωρισμός έγινε από τον Καρτέσιο. Στην ύλη ανήκουν τα πράγματα που έχουν έκταση, έχουν σχέση με το χώρο που τον θεωρούσε βασική ιδιότητα της ύλης, τα res extensa, στα οποία περιλάμβανε και το ανθρώπινο σώμα(αλλά και τα συναισθήματα, μιας και τα θεωρούσε μέρος της “μηχανής” του σώματος, όπως και στα ζώα). Το πνεύμα,τα res cogitans, τα νοητά πράγματα, τα οποία είναι ανεξάρτητα από την έννοια του χώρου. (Αυτός ο διαχωρισμός αποδείχθηκε τελικά ωφέλιμος για την ανάπτυξη της επιστήμης, μιας και σε έναν συμβιβασμό ας πούμε με την Εκκλησία, αυτή δέχθηκε να δώσει ένα χώρο, αυτόν των υλικών πραγμάτων στην επιστήμη, κρατώντας στη δικαιοδοσία της τον χώρο της ψυχής. Μέχρι τότε η ενασχόληση με τη φύση θεωρούνταν μαγεία και παρέμβαση στα θέσφατά της και κινδύνευαν από την Ιερά Εξέταση και την πυρά).
Ο όρος ιδεαλισμός καθιερώθηκε τον 18ο αιώνα από τον Λάιμπνιτς ο οποίος χαρακτήρισε τον Επίκουρο ως τον μεγαλύτερο υλιστή φιλόσοφο και τον Πλάτωνα ως τον μεγαλύτερο ιδεαλιστή.
Σήμερα ξέρουμε, όλα τα επιστημονικά δεδομένα αυτό δείχνουν, ότι το “σώμα” και η “ψυχή” δεν είναι δύο ανεξάρτητες οντότητες αλλά μία. Η έννοια του μονισμού στη φύση, δηλαδή ότι η φύση είναι ενιαία και δεν αποτελείται από δύο διακριτές μεταξύ τους ουσίες, την “ύλη” και το “πνεύμα”, έχει επίσης μια μακραίωνα ιστορία στη φιλοσοφία αλλά σήμερα δύσκολα θα μπορούσε κανένας να εκφράσει αντίθετη άποψη. Αυτό που ονομάζουμε συνείδηση και βούληση, δημιουργήθηκε σταδιακά στην εξελικτική διαδικασία αποτελώντας ένα τεράστιο εξελικτικό πλεονέκτημα, αυξάνοντας κατά πολύ τις επιλογές επιβίωσης.
Το ερώτημα δηλαδή δεν μπορεί να τεθεί με βάση αυτή την “αντίθεση” αφού σε τελική ανάλυση τέτοια αντίθεση δεν υφίσταται. Το ρόλος της “ιδέας” στην ιδεαλιστική παράδοση ως πρωταρχικής ουσίας σε σχέση με την “ύλη”, μπορούμε να τον δούμε στην προτεραιότητα των πιο υποκειμενικών ερμηνειών σε σχέση με το συνολικό γίγνεσθαι αν και πάλι οι ερμηνείες μπλέκονται μεταξύ τους και σ' αυτό “φταίει” η γλώσσα με την έννοια ότι οι αρχικές κατηγοριοποιήσεις και εννοιοποιήσεις που γίνανε δεν αποδίδουν κατάλληλα αυτό που συμβαίνει.

                                                                          ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: