27.3.12

Από τον προφορικό λόγο στη γραφή.

Σουμεριακή σφηνοειδής επιγραφή
του 26ου αιώνα πΧ,
με κατάλογο δώρων σε μια αρχιέρεια.
Η εμφάνιση της γλώσσας, του λόγου, αποτέλεσε το μεγάλο άλμα στην ανάπτυξη της αφηρημένης σκέψης, των εννοιών, την κατηγοριοποίηση του εξωτερικού κόσμου, λειτουργίες που έχουν τη βάση τους στον μετωπιαίο φλοιό, ο οποίος αναπτύχθηκε παράλληλα με αυτή τη διαδικασία. Το θηλαστικό γίνεται άνθρωπος. Αυτό αποτελεί και μια μετατόπιση από την κυριαρχία του συναισθήματος σε μια κατάσταση ορθολογικότητας.
Η εμφάνιση της γραφής ως ένα σύστημα συμβόλων για την απεικόνιση πια του ίδιου του λόγου αποτέλεσε μια ακόμη αφαίρεση, προχωρώντας σε ένα νέο σύστημα συμβόλων για να απεικονισθεί ο λόγος, απομακρυνόμενο ακόμη περισσότερο από το αντικείμενο ή την έννοια που προσδιορίζει. Με αυτή την έννοια, κυρίως το φωνητικό αλφάβητο, αποτέλεσε ένα νέο στάδιο στην κυριαρχία του διανοητικού στοιχείου στον άνθρωπο και την ανάπτυξη της σκέψης του. Σηματοδοτεί την απόσπαση από το ορατό και την εικόνα, ως τον κύριο τρόπο σύνδεσης με το περιβάλλον. Μας μεταφέρει στον κόσμο των εννοιών και των ιδεών.

Ο δίσκος της Φαιστού,
σε γραμμική γραφή Α.
Η ίδια η γραφή για να φτάσει στο φωνητικό αλφάβητο ακολούθησε μια διαδρομή από το συγκεκριμένο προς το αφηρημένο. Στην αρχή έχουμε μια γραφή που αποτελεί αναπαράσταση των αντικειμένων, την παραστατική γραφή, που γίνεται όλο και πιο αφηρημένη,  για να φθάσουμε σε σύμβολα στη φωνητική γραφή, που δεν είχαν καμία σχέση με τις αρχικές παραστάσεις. Η αλφαβητική γραφή απέχει πολύ περισσότερο από τη ζωντανή γλώσσα απ' ότι η ιδεογραφική και η παραστατική. Για παράδειγμα το γράμμα άλφα, το Α, που προέρχεται από το φοινικικό άλεφ, στην αρχή ήταν ανεστραμμένο και προερχόταν από την παράσταση του κεφαλιού του βοδιού με τα κέρατα, ως Α πια σήμαινε μόνο τον αντίστοιχο ήχο και δεν παρέπεμπε σε κανένα βόδι.

Εξάλλου όσο πιο αφηρημένος και απλός είναι ένας κώδικας τόσο πιο πολλές έννοιες μπορεί να συμπεριλάβει. Έγινε δηλαδή ένας επιπλέον διαχωρισμός νοήματος και σημαινόμενου.

Ιδεο(λεξο)γράμματα της γραμμικής γραφής Α,
από τα 60-70 που έχουν βρεθεί,
 ενώ περιλαμβάνει και 60 περίπου συλλαβογράμματα.
Η γραφή εμφανίζεται στις οργανωμένες κοινωνίες, όπου οι κοινωνικοί θεσμοί αντικατέστησαν τους δεσμούς συγγένειας, τόσο στο οικονομικό όσο και στο πολιτικό επίπεδο. Κοινωνίες που δημιουργούσαν πλεονάσματα στην παραγωγή αγαθών από την αγροτική συγκομιδή, τα κοπάδια, τα λάφυρα από τους πολέμους, που έπρεπε να καταγραφούν. Επίσης για την καταγραφή όλων εκείνων των στοιχείων από την παρατήρηση του περιβάλλοντος, τις εποχές, τα ημερολόγια, για την εξυπηρέτηση των αναγκών της καλλιέργειας της γης. Και φυσικά για τη συλλογή των φόρων. Στην νομαδική ζωή οι διαχωρισμοί είναι πολύ λιγότεροι και η κυριαρχία της φατρίας δε δημιουργούσε τέτοιες ανάγκες για τον καταμερισμό των συναλλαγών και των συμφωνιών. Εξ άλλου η κυριότερη ανάγκη στις νομαδικές κοινωνίες ήταν η καθημερινή επιβίωση.
Απ' ότι δείχνουν όλα τα στοιχεία, στην περιοχή Ουρούκ της κάτω Μεσοποταμίας, στον πολιτισμό των Σουμέριων και των Ακκάδιων, την 4η χιλιετία πΧ, εμφανίζεται η σφηνοειδής γραφή, μια γραφή που δεν ήταν πια άμεσα παραστατική, εικονογραφική και είναι παλαιότερη από την Αιγυπτιακή γραφή και τα κινεζικά ιδεογράμματα. Περιοχή εύφορη, με περίσσεια αγαθών, που έπρεπε να καταμετρούνται, μια διαδικασία που γινόταν από το ιερατείο στους ναούς.  Η Ασσούρ, η Νινευή, η Βαβυλώνα, ήταν τα μεγάλα κέντρα που δημιουργήθηκε η σφηνοειδής γραφή και μέσα από αναμίξεις με τις Αιγυπτιακές και άλλες γραφές που δημιουργούνταν από αυτές τις διασταυρώσεις και συνεχείς απλουστεύσεις, οδηγηθήκαμε στη φωνητική αλφαβητική γραφή. Η γραμμική Α, που ήταν η γραφή των Μινωϊτών, όπως και η γραμμική Β των Μυκηναίων, ήταν μία μίξη συλλαβογραμμάτων και ιδεογραμμάτων, που εγκαταλείφθηκαν για να υιοθετηθεί το φωνητικό αλφάβητο, που κάλυπτε πολύ αποτελεσματικότερα τις ανάγκες της Ελληνικής γλώσσας.
Μεγάλο ρόλο στην διάδοση της γραφής αλλά και την εξέλιξή της έπαιξαν οι λαοί που ανέπτυξαν το εμπόριο μέσω της θάλασσας, όπως ήταν κυρίως οι Φοίνικες και παλαιότερα οι Μίνωες της Κρήτης και οι Μυκηναίοι. Οι έμποροι που ταξίδευαν είχαν κάθε λόγο, πέρα από την καταγραφή των αγαθών και των συναλλαγών, να απλουστεύσουν τη γραφή ώστε να πάρει έναν συνθηματικό και στενογραφικό περίπου χαρακτήρα, που θα αναγνώριζαν οι ίδιοι και όχι οι ανταγωνιστές τους. Όπως και οι σημιτικοί λαοί που ήταν στριμωγμένοι ανάμεσα στις δύο μεγάλες δυνάμεις, την Αίγυπτο από τη μια και τα μεγάλα κράτη της Μεσοποταμίας από την άλλη και που συχνά εκτοπίζονταν, αποτελούσαν δρόμους για την ανάμιξη και εξέλιξη των γλωσσών.

Αν υποθέσουμε ότι πριν 30-40 χιλιάδες χρόνια, που είχαμε μάλλον ένα άλμα στην ανθρώπινη εξέλιξη με την εμφάνιση των ανιμιστικών αντιλήψεων, τις πρώτες μορφές τέχνης με τις τοιχογραφίες σε σπήλαια, τα εξελιγμένα εργαλεία και όπλα, τα ραμμένα ρούχα κλπ, είχαμε ίσως και τις πρώτες συγκροτημένες μορφοποιήσεις της γλώσσας και του λόγου, η κυριαρχία του προφορικού λόγου είναι προφανώς πολύ πιο μακρόχρονη από αυτήν του γραπτού.
Η διαδικασίες μέσα από τις οποίες φαίνεται να διαμορφώθηκε  η γλώσσα ως  προφορικός λόγος, ήταν οι αρχαίες τελετουργίες, όπου η κοινότητα έκανε επίκληση στα πνεύματα με το πρόσταγμα του μάγου-ιερέα. Η επίκληση για να γίνεται από όλο το πλήθος, πήρε ρυθμικότητα και μέτρο. Έτσι προέκυψαν οι κανόνες της γλώσσας αλλά προέκυψε και το τραγούδι από τις επικλήσεις και τους ύμνους. Και στην αρχαία Ελλάδα εξάλλου, η ποίηση, το μέλος και ο χορός, αποτελούσαν αδιάσπαστη ενότητα τεχνών. Το αρχαιότερο συνοδευτικό όργανο ήταν το τύμπανο, που κρατούσε τον ρυθμό αλλά ταυτόχρονα ήταν και ο ήχος που συμβόλιζε τη δύναμη των πνευμάτων. Τα συναισθήματα που διαχέονταν γινόταν κτήμα όλης της κοινότητας η οποία έτσι κυριαρχούνταν από αυτά. Ο Ρεζίς Ντεμπρέ λέει ότι εδώ και 3.000 χρόνια η γραφή προσπαθεί να φτάσει τη γοητεία που έχει το τραγούδι χωρίς επιτυχία.
Έτσι ο προφορικός λόγος έχει έντονο συναίσθημα, μιας και προφέρεται ζωντανά και συνοδεύεται από όλα τα στοιχεία του ομιλητή που συνοδεύουν τον λόγο, τις εκφράσεις του, την γλώσσα του σώματος, που μεταφέρουν τα συναισθήματά του. Όλη αυτή η εικόνα μεταφέρεται στον ακροατή, με τους μηχανισμούς της συναισθηματικής μεταδοτικότητας που παίρνει άμεσο χαρακτήρα, ενισχυμένη ακόμη περισσότερο με τον λόγο.
Σε αντίθεση η γραφή είναι ψυχρή. Στηρίζεται στον λόγο και αν θέλουμε να μεταφέρουμε συναισθήματα πρέπει να περιγραφούν, ώστε η δημιουργία της αντίστοιχης εικόνας από τον αναγνώστη να κινητοποιήσει τα αντίστοιχα συναισθήματα. Η συναισθηματική μεταδοτικότητα δηλαδή στη γραφή λειτουργεί έμμεσα.

Η γραφή διαχωριζόμενη από την εικόνα, τουλάχιστον άμεσα, κάνοντας μια νέα αφαίρεση, κάνει τον λόγο πιο διανοητικό. Με κάποιο τρόπο σκοτώνει την εικόνα αλλά ταυτόχρονα τη συντηρεί στη μνήμη και μπορεί έτσι να την ξαναζωντανεύει συνεχώς. Η αντικειμενική ιστορία ενός λαού αρχίζει από τη στιγμή που γίνεται γραπτή ιστορία.
Ταυτόχρονα λειτουργεί δημοκρατικά μιας και εκλαϊκεύει αυτό που ήταν μυστήριο και αποκλειστικότητα του μάγου-ιερέα. Οι τελετουργίες είχαν αποκτήσει σταδιακά, όταν οι μάγοι-ιερείς διαμορφώθηκαν σε κλειστή κάστα, έναν απόκρυφο χαρακτήρα με την εκφώνηση δυσνόητων ιερών φράσεων, που μόνο όταν τις εκφωνούσαν αυτοί, είχαν επιτυχία οι επικλήσεις. Το μυστήριο τώρα μπορεί να μπει κάτω από τον έλεγχο της σκέψης και της λογικής ανάλυσης. (Ο ίδιος ο λόγος λειτούργησε και μαγικά. Η δημιουργία της γλώσσας ήταν ένα εργαλείο ελέγχου της φύσης. Με τη νοηματοδότηση των αντικειμένων, το να τους αποδοθεί δηλαδή ένα όνομα, δημιουργείται μια νέα πραγματικότητα στο ιδεατό επίπεδο, που υποκαθιστά το πραγματικό. Γι αυτό και μέσω της επίκλησης του ονόματος μπορούμε να επιδράσουμε με μαγικό τρόπο στο αντικείμενο που αναφέρεται. Μια τέτοια μαγική πρακτική που χρησιμοποιείται ευρέως και σήμερα είναι το μαγικό ξόρκι(spell), που συνοδεύεται με ένα τελετουργικό τύπο. Τα ιδεογράμματα που παραπέμουν με πιο άμεσο τρόπο στο σημαινόμενο αντικείμενο, σε μια ταύτιση μαζί τους, χρησιμοποιήθηκαν ευρέως στις μαγικές τελετές και επικλήσεις αλλά και σαν φυλαχτά, φράσεις “δύναμης”, σαν μέσο να ασκούν γοητεία κλπ).

Η γραφή εγκαθιδρύοντας την εννοιολογική σημασία που δε μεταβάλλεται πια και μένει αιώνια, αποκτά και ένα υπέρμετρο κύρος, σε αντίθεση με τον προφορικό λόγο που δε διατηρείται στη μνήμη, αποκτώντας και μια δικιά της αυτοδυναμία και αυτονομία, ανεξάρτητη από τον καταγραφέα.  Οι νόμοι της πόλης ήταν χαραγμένοι πάνω σε σκληρές αναλλοίωτες πέτρες. Οι δέκα εντολές δόθηκαν στον Μωϋσή χαραγμένες σε πέτρα. Οι Ρωμαίοι και οι Έλληνες χαράζανε τους νόμους πάνω σε μάρμαρο, την πιο “ευγενική” πέτρα, για τους δώσουν αιώνιο χαρακτήρα. Είναι κάτι που λειτούργησε και λειτουργεί και μυστικιστικά, λέγοντας ακόμη και σήμερα “αυτό έχει γραφτεί”, δίνοντάς το αμέσως περισσότερο κύρος.  Το γραπτό κείμενο γίνεται φετίχ. Λόγω του κύρους του μπορεί να οδηγήσει στον δογματισμό και σε έμμονες ιδέες, με καταπίεση των συναισθημάτων και των ενστίκτων.

Πάλι ο Ρεζίς Ντεμπρέ, στο “ο θεός, μια ιστορική διαδρομή”(εκδ. Κέδρος 2005) κάνει μια ενδιαφέρουσα συσχέτιση της αντίληψης του θείου με τη γραφή και τις εικόνες. Λέει ότι οι θεοί είχαν τους βωμούς τους στις μόνιμες εστίες τους, όπου και λατρεύονταν. Σε αντίθεση οι περιπλανώμενοι Ιουδαίοι, που κατά καιρούς εκτοπίζονταν, στη θέση του μόνιμου βωμού έπρεπε να έχουν έναν κινητό, ένα υποκατάστατο. Η γραφή είναι αυτό το υποκατάστατο. Το θείο παύει να ταυτίζεται με το ορατό. Απαγορεύονται οι εικόνες, τα αγάλματα, η απεικόνιση του θείου. Γίνεται κάτι αφηρημένο, διανοητικό. Υπάρχει αναζήτηση της έννοιας και όχι της εικόνας. Η εικόνα εξάλλου παραπέμπει στο συναίσθημα.
Όταν προσπαθούμε να προσεγγίσουμε αποκλειστικά με έλλογο τρόπο τον θεό οδηγούμαστε και στην αμφισβήτησή του και τελικά στην άρνησή του. Έτσι από την μια μεριά με τη γραφή ο θεός αποκτά εγκυρότητα, που μπορεί να οδηγήσει στον δογματισμό, από την άλλη μπαίνουν τα σπέρματα της λογικής αμφισβήτησης. Αυτός ο θεός είναι ένας κρυμμένος θεός και γι αυτό ένας θεός δυσνόητος. Οι θεοί των ελληνικών και των Ρωμαϊκών χρόνων, ήταν ταυτισμένοι με τους ανθρώπους , ήταν κοντά και προσκολλημένοι σε μας. Αυτό αποτελούσε μια διαφορά και με τους θεούς που ήταν ταυτισμένοι αποκλειστικά με τα αρχαία τοτέμ-ζώα αλλά και με τον θεό που έχει αποσπασθεί από τον άνθρωπο με την μορφή μιας έννοιας. Είναι κοινωνικοί, τρώνε και πίνουν, βάζουν παγίδες ο ένας στον άλλον, δεν ηθικολογούν. Το αλφάβητο που είναι μη εικονικό δημιούργησε δηλαδή έναν θεό τελείως διαφορετικό από τους ανθρώπους. Ο θεός που κρύβεται είναι επιρρεπής στον δογματισμό. Οι Ελληνες χρησιμοποίησαν το φοινικικό αλφάβητο, όμως εξακολούθησαν να έχουν τους δικούς τους ανθρώπινους θεούς.
Πολύ αργότερα οι προτεστάντες ήταν αυτοί που θα διαρρήξουν τις σχέσεις τους με τις εικόνες και θα έρθουν σε ρήξη με το οργανωμένο ιερατείο και τις τελετουργίες της Καθολικής Εκκλησίας, με τα μαγικά χαρακτηριστικά που τις συνοδεύουν, δίνοντας έναν πιο διανοητικό χαρακτήρα στη σχέση τους με το θείο. Στο Βυζάντιο αυτή η διαμάχη είχε λήξει πολύ πριν με επικράτηση των εικονολατρών.

Πηγές: -Ρεζίς Ντεμπρέ. "ο Θεός, μια ιστορική διαδρομή" εκδ. ΚΕΔΡΟΣ, 2005.
           -Wikipedia

Δεν υπάρχουν σχόλια: