26.2.12

Ο ΣΑΛΙΝΤΖΕΡ ΚΑΙ Η ΕΦΗΒΕΙΑ


Jerome David (JD) Salinger(1919-2010).
Φωτογραφία του 1950. Ν. Υόρκη.
"Ο φύλακας στη σίκαλη" συνεχίζει να πουλά
περίπου 250.000 αντίτυπα το χρόνο.
            σχολιάζει ο Θανάσης Μπαντές

            Το μυθιστόρημα του Σάλιντζερ «Ο φύλακας στη σίκαλη» γνώρισε παγκόσμια φήμη, θα λέγαμε ότι αποτελεί λογοτεχνικό σταθμό σ’ αυτό που ονομάζουμε επαναστατική εφηβεία. Γραμμένο το 1951 συγκλόνισε το κοινό – και το συγκλονίζει ακόμα – αφού με αφοπλιστική λιτότητα, τόσο στην πλοκή, όσο και στη γλώσσα, αναδεικνύει ένα μεγαλειώδες αποτέλεσμα, που καθηλώνει – όχι από την αρχή, αλλά σταδιακά – χάρη στον αβάσταχτο ρεαλισμό του. Ο ρεαλισμός του Σάλιντζερ είναι καθαρά περιγραφικός, δηλαδή διαισθητικός. Είναι η ανάπλαση της πραγματικότητας μέσα από τα μάτια του νεαρού Χόλντεν, που δεν έχει το χρόνο ούτε να φιλοσοφήσει, ούτε να τεκμηριώσει τη συσσωρευμένη του οργή. Ως εκ τούτου δεν μπορεί ούτε να την διαχειριστεί. Απορρίπτει, τσαλακώνει, εξοργίζεται κι όλα αυτά υπό συνθήκες περισσότερο αντανακλαστικές παρά ορθολογικές, όπως άλλωστε αρμόζει στην εφηβική ενστικτώδη διαισθητικότητα που λειτουργεί αυτόματα μπροστά στα ερεθίσματα, χωρίς να μπορεί ούτε να τα διευθετήσει, ούτε να τα προβλέψει. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται ο ασφυκτικός ρεαλισμός του Σάλιντζερ που δεν γράφει για τον Χόλντεν, αλλά τον υποδύεται με απολύτως μελετημένη αυστηρότητα σ’ ένα μάλλον οξύμωρο παιχνίδι, που εξελίσσεται ανάμεσα στην πειθαρχημένη αναπαράσταση του Σάλιντζερ και την αμετάκλητη άρνηση κάθε αρχής του Χόλντεν. Βρισκόμαστε δηλαδή μπροστά στην απόλυτη εφηβική σύγχυση που όμως δομείται με την άκρατη μεθοδικότητα. Ο λόγος του Χόλντεν είναι δοσμένος υποδειγματικά (όλο το κείμενο είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο ως εξομολογητική αφήγηση του Χόλντεν), αφού ο Σάλιντζερ φροντίζει να τον στηρίξει πάνω σε όλες αυτές τις εφηβικές – σχεδόν στερεότυπες – εκφράσεις που συνδυάζουν τον κοφτό, μικροπερίοδο λόγο, τις βρισιές και τις διαρκείς επαναλήψεις.
Ταυτόχρονα, η ίδια η συμπεριφορά του Χόλντεν είναι απολύτως πειστική καθώς κινείται από την άρνηση κάθε καθωσπρεπισμού και κάθε συμφεροντολογίας – δηλαδή κάθε κοινωνικού φαρισαϊσμού – ως την κατακραυγή του ίδιου του εαυτού του, που αδυνατεί να ισορροπήσει ανάμεσα στη βεβαιότητα του προσωπικού του δίκιου και του οικογενειακού περιβάλλοντος που απογοητεύει συνέχεια. Με δυο λόγια κινείται αριστοτεχνικά στο μεταίχμιο της εφηβικής ανασφάλειας που από τη μια τα ξέρει όλα κι από την άλλη ψάχνει κάπου να πιαστεί και που, βέβαια, δεν είναι παρά η ενσάρκωση της ανόθευτης τιμιότητας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Χόλντεν είναι απροσάρμοστος. Αυτό ξεκαθαρίζεται από τις πρώτες σελίδες όπου αποβάλλεται από το Πένσυ – το τέταρτο σχολείο που τον αποβάλλει – λόγω των απαράδεκτων επιδόσεών του. Κόβεται στα τρία από τα τέσσερα μαθήματα του τριμήνου κι η προκλητική του αδιαφορία ουσιαστικά εκβιάζει την αποβολή του. Όλοι οι καθηγητές είναι σύμφωνοι σ’ αυτό. Εξάλλου, μαθητές σαν τον Χόλντεν μόνο δυσφημιστικά μπορούν να λειτουργήσουν. Μόνο ο καθηγητής της ιστορίας δείχνει ενδιαφέρον και τον καλεί στο σπίτι του. Ο καλοπροαίρετος καθηγητής Σπένσερ θέλει να αποχαιρετήσει τον Χόλντεν και να τον συμβουλέψει. Οι σκηνές που εκτυλίσσονται είναι κωμικές. Ιδίως η στιγμή που ο καθηγητής υποχρεώνει τον Χόλντεν να επανεξετάσει το γραπτό του για την αιγυπτιακή ιστορία – γραπτό άθλιο, που φυσικά επισφραγίζει το οριστικό κόψιμο του Χόλντεν στο μάθημα – αποθεώνει την κωμικότητα, που όμως αναγκαστικά παίρνει πικρές διαστάσεις, αφού δεν είναι τίποτε άλλο από την αμετάκλητη σύγκρουση των γενεών που είναι αδύνατο να επικοινωνήσουν. Ο Χόλντεν βλέπει το σώμα του να αλλάζει απότομα – «ψήλωσα κάπου δεκαεφτά πόντους τούτη τη χρονιά» - βλέπει τις σχέσεις του να επαναπροσδιορίζονται – «ο αδερφός μου ήτανε ένας κανονικός συγγραφέας, όταν ακόμα έμενε στο σπίτι. Είχε γράψει κι ένα τρομερό βιβλίο με διηγήματα. Τώρα είναι στο Χόλυγουντ και κάνει την πουτάνα» - βλέπει τα κορίτσια να τον μαγεύουν – «κι άμα γύριζε γύρω – γύρω, ο πισινούλης της τιναζότανε πολύ όμορφα και τα ρέστα. Μ’ έκανε λιώμα…..Α, τα κορίτσια! Χριστούλη μου. Καμιά φορά μπορούνε να σε τρελάνουνε. Στ’ αλήθεια το μπορούνε» - βλέπει τα πάντα να γκρεμίζονται μέσα στο υποκριτικό πλέγμα που οριοθετεί κάθε συμπεριφορά – «όσο πιο ακριβό είναι το σχολείο, τόσο πιο πολλούς κλεφταράδες έχει» - και κυρίως έχει απομυθοποιήσει την εκπαιδευτική υποκρισία που τελικά αναπαράγει κάθε σύμβαση εξασφαλίζοντας τη διαιώνιση του ψεύδους – «Το Πένσυ το ρεκλαμάρουνε κάπου χίλια περιοδικά με τη λεζάντα: ¨από το 1888 διαπλάθουμε τα αγόρια σε υπέροχους νέους άνδρες με καθαρή σκέψη¨. Αμάν, το μάτι μου». Ο καθηγητής Σπένσερ ρωτάει τον Χόλντεν γιατί δεν μελετά το μάθημα της αιγυπτιακής ιστορίας, αν τον απασχολεί το μέλλον του, αν έχει τύψεις που αποβάλλεται από το Πένσυ, αν σκέφτεται τους γονείς του. Εστιάζει με αμηχανία στο υστερόγραφο του Χόλντεν στο περιβόητο διαγώνισμα για τους Αιγύπτιους: «Αγαπητέ κύριε Σπένσερ. Μόνο αυτά ήξερα για τους Αιγύπτιους. Δε μου φαίνεται πως με ενδιαφέρουνε και πολύ, αν και οι παραδόσεις σας είναι πολύ ενδιαφέρουσες. Εμένα πάντως δεν με πειράζει που θα με κόψετε, αφού έτσι κι αλλιώς θα κοπώ σε όλα τα μαθήματα εκτός από τα αγγλικά. Με Σεβασμό, Χόλντεν Κώλφηλντ».
Και κάπως έτσι βρισκόμαστε μπροστά στην απόλυτη αντιστροφή. Η λογική του δασκάλου χάνει κάθε αξία μπροστά στο παράλογο του μαθητή, αφού το εφηβικό παράλογο είναι η μόνη πραγματικότητα. Θα ήταν παράλογο να τον ενδιέφερε η αιγυπτιακή ιστορία. Θα ήταν παράλογο να ενδιαφέρεται για το Πένσυ. Θα ήταν παράλογο να έχει τύψεις. Θα ήταν παράλογο να μην απαντήσει ειλικρινά. Η λογική του δασκάλου μένει μετέωρη, μπροστά στην αφοπλιστική τιμιότητα των απαντήσεων. Γι’ αυτό ο Σπένσερ μένει κατάπληκτος. Γιατί αδυνατεί να διεισδύσει στο δίκιο της εφηβικής ανισορροπίας. Γιατί η λογική του ταυτίζεται με τη σύμβαση, δηλαδή την υποκρισία. Ο Χόλντεν κατανοεί το δάσκαλο που τον κόβει. Μπαίνει δηλαδή στην οπτική του δασκάλου κι αναγνωρίζει το δίκιο του. Ο Σπένσερ όμως δεν μπορεί να μπει στην οπτική του Χόλντεν. Από αυτή την άποψη ο Χόλντεν είναι πιο ώριμος από το δάσκαλό του. Μοιραία, το ενδιαφέρον του δασκάλου για τον Χόλντεν είναι επίσης υποκριτικό, αφού δεν κάνει τίποτε για να τον πλησιάσει. Στην ουσία εξαγοράζει την ανεπάρκειά του. Το βάθρο της αυθεντίας του δεν είναι παρά η άμυνά του και, φυσικά, η συμβουλευτική του, στο σύνολό της, δεν είναι παρά κούφιος συναισθηματισμός. Το ότι ο Χόλντεν αδυνατεί να εκλογικεύσει όλα αυτά και τελικά αποδέχεται οτιδήποτε προκειμένου να σηκωθεί και να φύγει δεν είναι παρά ο ρεαλισμός του Σάλιντζερ που κινεί τα νήματα με απόλυτη ακρίβεια. Η γκροτέσκο – στα όρια της καρικατούρας – παρουσία του Σπένσερ, με την προχωρημένη ηλικία, το βήχα, τη μπουκωμένη μύτη με τις σιχαμερές προεκτάσεις, την αδυναμία να κάνει οτιδήποτε (ακόμα και να μεταφέρει οποιοδήποτε αντικείμενο) και το σκληρό – σπαρτιατικό κάθισμα που προσφέρει στον Χόλντεν, δεν είναι παρά το περιτύλιγμα της οριστικής καταδίκης της παλιάς γενιάς που αδυνατεί να κατανοήσει ότι το μέλλον δεν της ανήκει. Τελικά, η λογική ερώτηση του Σπένσερ: «Το μέλλον σου δε σ’ απασχολεί καθόλου, αγόρι μου;» ματαιώνεται, αφού το μέλλον λειτουργεί περισσότερο ως εκβιασμός υιοθέτησης της αποδεκτής συμπεριφοράς από μια γενιά που φεύγει, παρά ως διαχειρίσιμη συνθήκη της γενιάς που έρχεται. Το μέλλον ανήκει στον Χόλντεν αλλά ο Σπένσερ το έχει κιόλας προκαθορίσει. Η αβεβαιότητα του Χόλντεν δεν είναι παρά η αμηχανία μπροστά στο δίκιο που είναι αδύνατο να διεκδικηθεί:«Α βέβαια, μ’ απασχολεί κάπως, σίγουρα……όχι όμως και τόσο, υποθέτω. Όχι και τόσο». Όταν ο Σπένσερ λέει: «Προσπαθώ να σε βοηθήσω, αν μπορώ», ο Χόλνταν φτάνει στον πυρήνα της βαθύτερης αλήθειας: «Στ’ αλήθεια προσπαθούσε. Φαινότανε. Έφταιγε όμως που βρισκόμαστε ο ένας στην ανατολή κι ο άλλος στη δύση».
Ο Χόλντεν αποφασίζει να μη γυρίσει σπίτι και να το σκάσει. Περιπλανιέται κυριολεκτικά χαμένος μέσα στις πόλεις αναζητώντας παλιές γνωριμίες, επιδιώκοντας καινούριες, ψάχνοντας την αληθινή ζωή, ψάχνοντας με δυο λόγια κάτι που ούτε ο ίδιος μπορεί να προσδιορίσει. Κάτι πραγματικά αληθινό, κάτι που θ’ άξιζε να το ακολουθήσει, κάτι που θα έκανε πέρα τους «κάλπιδες». Σκέφτεται τους «κάλπιδες» συμμαθητές του, την «κάλπικη» φιλανθρωπία της θείας του με τα ακριβά ρούχα και τα πολυτελή εστιατόρια, τις «κάλπικες» χολιγουντιανές ταινίες, τα «κάλπικα» κορίτσια, τον «κάλπικο» κόσμο. Μοιραία, συντρίβεται. Η αλήθεια που ψάχνει δεν βρίσκεται και το όνειρο του απομονωμένου σπιτιού που θα τον επισκέπτονται μόνο οι γνήσιοι φίλοι και που οι «κάλπιδες» θα φεύγουν πιθανότατα δεν θα επιτευχθεί. Παρακολουθούμε τη ματαίωση του Χόλντεν. Παρακολουθούμε τον επώδυνο δρόμο της συνείδησης του εφηβικού αδιεξόδου που δεν είναι άλλος από το δρόμο της ενηλικίωσης. Το αλλοπρόσαλλο του εφηβικού ψυχισμού και η τελική εσωτερική σύγκρουση κορυφώνονται μπροστά στη δεκάχρονη αδερφή του, που του προκαλεί συγκίνηση μέχρι δακρύων. Που τον αιφνιδιάζει με την παιδική της αθωότητα. Που τον κάνει να σκέφτεται σαν ώριμος. Που τον βάζει στο ρόλο του Σπένσερ. Που, με δυο λόγια, τον ενηλικιώνει. Η απόφαση της επιστροφής στο σπίτι είναι πλέον αμετάκλητη.
Αν αναλογιστούμε τις εφηβικές εμμονές του Σάλιντζερ να αποφύγει τη δημοσιότητα, να αποφύγει τις φωτογραφίσεις, να μην γυριστεί «Ο φύλακας στη σίκαλη» ταινία, να απομονωθεί παντελώς προασπίζοντας τη ζωή του, που τον οδήγησαν σε οδυνηρή σύγκρουση με την ίδια του την οικογένεια, μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε ποιος είναι ο Χόλντεν. Ο αιωνίως εφηβικά απροσάρμοστος Σάλιντζερ που έδωσε την προσωπική του μάχη με τους «κάλπιδες». Κι αν ο Σάλιντζερ βρέθηκε απομονωμένος κι διαπομπευμένος δημοσίως από την οικογένειά του, ο Χόλντεν θα είναι παντοτινή απόδειξη του εφηβικού δίκιου, αφού οι Χόλντεν είναι η ελπίδα του κόσμου. Γιατί αλίμονο σ’ αυτούς που δεν υπήρξαν Χόλντεν. Και το ερώτημα που μοιραία πλανάται: Τι μπορούμε να πούμε στους σύγχρονους Έλληνες Χόλντεν που ψάχνουν έναν κόσμο χωρίς «κάλπιδες»;

                                          Θανάσης Μπαντές  abbades75@gmail.com

Δεν υπάρχουν σχόλια: