21.9.11

Ο ΘΕΡΒΑΝΤΕΣ - Ο ΒΙΟΣ - Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΚΑΙ Ο ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ


σχολιάζει ο Θανάσης Μπαντές

Προσωπογραφία του Μιγκέλ ντε Θερβάντες
(1547-1616), που έγινε περίπου το 1600.
Η αλήθεια είναι ότι έχουν γραφεί δεκάδες βιογραφίες του Θερβάντες κι αλήθεια είναι επίσης ότι τελικά ξέρουμε λίγα πράγματα γι’ αυτόν. Αυτό που έχει αποτυπωθεί είναι ένας βασικός κορμός των περιστατικών που συνθέτουν τη ζωή του, αλλά χωρίς εκείνες τις λεπτομέρειες που μπορούν να μας οδηγήσουν σε ασφαλή συμπεράσματα για τις σκέψεις του, το χαρακτήρα του, τα κίνητρα της συμπεριφοράς του, με δυο λόγια τον άνθρωπο Θερβάντες. Ακόμα και η στάση του στα ζητήματα της λογοτεχνίας είναι ασαφής, αφού πέρα από το έργο του δεν έχουμε κανένα άλλο στοιχείο που να ξεκαθαρίζει την οπτική που προσέγγιζε τη λογοτεχνία ή το πώς όριζε την ποιότητα σ’ ένα λογοτεχνικό έργο ή ποια καινοτομία ήθελε ο ίδιος να πετύχει. Τα στοιχεία που υπάρχουν για τους συγγραφείς που θεωρούσε ικανούς κι εγκωμίαζε και αυτούς που καυτηρίαζε και ειρωνευόταν, κατά πάσα πιθανότητα δεν αποτελούν τεκμήρια των λογοτεχνικών του προτιμήσεων, αφού οι σχέσεις του με το λογοτεχνικό γίγνεσθαι της εποχής ήταν μόνιμα διαταραγμένες και οι χαρακτηρισμοί του λειτουργούσαν περισσότερο ως διπλωματική απόπειρα για επιβίωση σ’ έναν κόσμο εχθρικό παρά ως τίμιες λογοτεχνικές κριτικές. Εξάλλου και το ίδιο του το έργο είναι πολυποίκιλο και ώρες – ώρες αντιφατικό. Από τη μια δημιουργεί μια λογοτεχνική επανάσταση με το Δον Κιχώτη κι από την άλλη υιοθετεί όλα τα ανόητα κλισέ της εποχής γράφοντας νουβέλες αμφιβόλου ποιότητας που υμνούν τον αιώνιο έρωτα, τις αρετές της αριστοκρατίας κτλ, εστιάζοντας στην περιπέτεια που στις περισσότερες περιπτώσεις έχει ευτυχή κατάληξη, συνήθως το γάμο και τη δικαίωση του ανόθευτου έρωτα. Τα πολυάριθμα θεατρικά που έγραψε δεν είχαν ιδιαίτερη επιτυχία και δεν γνωρίζουμε παρά ελάχιστα πράγματα γι’ αυτά. Έτσι, μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε για τον άνθρωπο και λογοτέχνη Θερβάντες, υποθέσεις που τις περισσότερες φορές αποδεικνύονται παρακινδυνευμένες και που περισσότερο πλάθουν το Θερβαντικό μύθο παρά εξυπηρετούν την αλήθεια.
Ο Αντρές Τραπιέγιο σε μια πρόσφατη βιογραφία που κυκλοφόρησε, μόλις το 1992, αναφέρει ότι ακόμα και η ημερομηνία της γέννησης του Θερβάντες δεν μπορεί να θεωρηθεί σίγουρη. Μάλλον ήταν στις 29 Σεπτεμβρίου του 1547, στην Αλκαλά δε Ενάρες. Γόνος πολυάριθμης
 αλλά και ταραγμένης οικογένειας (η αδερφή του απέκτησε νόθο παιδί και μπλέχτηκε σε απίστευτο δικαστικό αγώνα, ο πατέρας του μπήκε φυλακή για χρέη, αλλάζανε διαρκώς τόπο διαμονής κυρίως για οικονομικούς λόγους), από παιδί έδειξε ιδιαίτερη έφεση στα γράμματα και όταν το 1568 βρέθηκε στο δρόμο του, στη Μαδρίτη, ο φωτισμένος δάσκαλος Λόπεθ δε Όγιος, ο νεαρός, σπουδαστής τότε, Θερβάντες διαποτίστηκε από το σαράκι της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Το Δεκέμβρη του 1569 καταφεύγει στη Ρώμη για αδιευκρίνιστους λόγους. Οι περισσότεροι βιογράφοι υποθέτουν ότι έφυγε για να γλυτώσει την ποινή από το δικαστήριο, αφού τραυμάτισε σοβαρά, κάτω από ασαφείς συνθήκες κάποιον Αντόνιο ντε Σιγούρα, του οποίου η ταυτότητα είναι επίσης αμφιλεγόμενη. Το σίγουρο είναι ότι έχει βρεθεί δικαστική απόφαση γι’ αυτό το περιστατικό που καταδικάζει κάποιον Μιγκέλ ντε Θερβάντες «να του κοπεί το δεξί χέρι και να εξοριστεί για δέκα χρόνια από το βασίλειο», αλλά δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν πρόκειται για τον ίδιο ή για κάποια συνωνυμία. Η ουσία είναι ότι βρίσκουμε τα ίχνη του στη Ρώμη, όπου γράφει κάποια πρωτόλεια σονέτα, σε καθαρά ερασιτεχνικό επίπεδο, και ονειρεύεται να μπει στο στρατό. Κάπως έτσι ξεκινάν οι πρώτες ομοιότητες με το Δον Κιχώτη που πιστεύει ακράδαντα ότι η αληθινή δόξα μπορεί να έρθει με τα όπλα και τα γράμματα.
Κατατάσσεται στο στρατό και συμμετέχει στη ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571, όπου τραυματίζεται και αποκτά μόνιμη αναπηρία στο αριστερό του χέρι. Σαν να μην έφτανε αυτό, όταν το 1575 – κι αφού συγκέντρωσε ικανοποιητικές συστάσεις από εξέχοντα πρόσωπα της Αυλής και φιλοδοξούσε καριέρα στη δημόσια διοίκηση – επέστρεφε στην Ισπανία, έπεσε θύμα πειρατείας και γνώρισε την αιχμαλωσία στις φοβερές φυλακές του Αλγερίου (υπάρχει μια παράλληλη ιστορία στον πρώτο τόμο του Δον Κιχώτη που αφηγείται ένας ξένος κι αφορά την αιχμαλωσία του στο Αλγέρι και που προφανώς έχει και κάποια αυτοβιογραφικά στοιχεία) απ’ όπου ελευθερώθηκε το 1580, όταν η οικογένειά του πλήρωσε ένα υπέρογκο ποσό που ζητούσαν οι πειρατές ως λύτρα. Μετά την επιστροφή στην Ισπανία ήταν αδύνατο να βιοποριστεί, αφού τόσο η καλή του φήμη για τη γενναιότητα που επέδειξε στη Ναύπακτο, όσο και οι συστατικές επιστολές είχαν γίνει παρελθόν. Αν υπολογίσουμε την αναπηρία καθώς και τα υπέρογκα χρέη, αφού η οικογένεια δανείστηκε για να πληρώσει τους πειρατές, αντιλαμβανόμαστε την οικτρή οικονομική του κατάσταση. Έτσι αρχίζει εκ νέου τη συγγραφή, που είχε εγκαταλείψει, και τη συστηματοποιεί. Εκδίδει τη Γαλάτεια και προσπαθεί να καθιερωθεί στο θέατρο, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία. Αν και παίζονται αρκετά έργα του κι αν και κερδίζει σεβαστά ποσά, για την εποχή, ποτέ δεν καταξιώνεται. Θεωρείται πάντα δευτεροκλασάτος και η φήμη που πασχίζει να αποκτήσει φαίνεται ότι είναι πολύ μακριά. Κάνει έναν μάλλον αποτυχημένο γάμο, ο Τραπιέγιο δηλώνει ξεκάθαρα ότι αποσκοπούσε αποκλειστικά στην προίκα, ενώ είχε ήδη ένα νόθο παιδί με μια παντρεμένη ταβερνιάρισσα. Σε λίγους μήνες ουσιαστικά εγκαταλείπει τη γυναίκα του και γίνεται εισπράκτορας, αρχικά τροφίμων που τα επέτασσε ο βασιλιάς για το στρατό ετοιμάζοντας την εισβολή στην Αγγλία και στη συνέχεια φόρων για το κράτος. Η δουλειά αυτή κράτησε σχεδόν είκοσι χρόνια όπου και τον έδιωξαν. Θα λέγαμε ότι δεν κέρδισε τίποτα εκτός από δύο αφορισμούς – ο δεύτερος ανακλήθηκε – όταν προσπάθησε να εισπράξει χρήματα και τρόφιμα από ανθρώπους της εκκλησίας και μερικούς μήνες φυλακή όταν κατηγορήθηκε ότι καταχράστηκε κρατικά λεφτά για υποθέσεις τζόγου, κατηγορία που δεν γνωρίζουμε αν ευσταθεί.
Σε πλήρη απογοήτευση, πραγματικό ράκος, και μην έχοντας τίποτε άλλο να ασχοληθεί, καταπιάνεται και πάλι με τη συγγραφή – που είχε ολοκληρωτικά εγκαταλείψει για είκοσι χρόνια – και πετυχαίνει το θαύμα. Το 1605, ξοφλημένος μεσήλικας και λογοτεχνικά απαξιωμένος, κυκλοφορεί τον πρώτο τόμο του Δον Κιχώτη και κάνει πάταγο. Σημειώνει απίστευτες πωλήσεις και μεταφράζεται στα αγγλικά, τα γαλλικά και τα γερμανικά. Το βιβλίο ταξιδεύει και στον ισπανόφωνο κόσμο της Λατινικής Αμερικής. Ενώ γνωρίζει απίστευτη δόξα τα οικονομικά του παραμένουν πενιχρά και, το κυριότερο, παραμένει απαξιωμένος και δευτεροκλασάτος μέσα στην Ισπανία. Ο Δον Κιχώτης είχε γίνει σύμβολο, άνθρωποι ντύνονταν Κιχώτες και Πάντσα στις αποκριές και τα πανηγύρια, άρχισε να κυκλοφορεί ο όρος δονκιχωτισμός κι ο δημιουργός του πάλευε σκληρά για να βιοποριστεί και αδυνατούσε να πουλήσει τα θεατρικά του έργα που απορρίπτονταν διαρκώς από τους θιασάρχες. Πολλοί ισχυρίζονται ότι ο Θερβάντες δεν αντιλήφθηκε ποτέ το μέγεθος της επιτυχίας του και προφανώς έχουν δίκιο.
Οι σχέσεις του Θερβάντες με τον υπόλοιπο λογοτεχνικό κόσμο της εποχής του ήταν κάκιστες. Ιδίως οι σχέσεις του με το Λόπε δε Βέγκα – μεγάλη φίρμα της εποχής στη θεατρική συγγραφή – ήταν ολοφάνερα προβληματικές. Ο Βέγκα, από τη θέση του απόλυτα καταξιωμένου, δεν είπε ποτέ ούτε την ελάχιστη ενθαρρυντική κουβέντα για τον Θερβάντες ενώ εκείνος συχνά τον εκθείαζε. Οι διαρκείς έπαινοι του Θερβάντες προς το Βέγκα έδειχναν περισσότερο μια δουλική σχέση παρά μια εκ βαθέων φιλοφρόνηση. Ο Θερβάντες περισσότερο ζητούσε αποδοχή, ζητούσε δηλαδή έναν σύμμαχο που μάταια έψαχνε στον Βέγκα. Χρειαζότανε όσο τίποτε άλλο μια υποστήριξη που δεν βρήκε ποτέ. Δεν υπήρξε ποτέ κάποιος να γράψει μια καλή κουβέντα γι’ αυτόν, πράγμα που σημειώνει στον πρόλογο του Δον Κιχώτη, καλύπτοντάς το βέβαια με ειρωνεία, χωρίς όμως να κρύβει την πικρία του. Τα ανοίγματα που έκανε κατά καιρούς στον Βέγκα ερμηνεύονται περισσότερο ως απόπειρες εκβιαστικής προσοχής, στα όρια της ελεημοσύνης. Ενώ οι λογοτεχνικοί κύκλοι αλληλοϋποστηρίζονταν, προβάλλονταν και προστατεύονταν από ευγενείς μαικήνες της τέχνης, για ανεξιχνίαστους λόγους είχαν μόνιμα κλειστές τις πόρτες στον Θερβάντες. Λειτουργούσαν δηλαδή σαν κάστα που ο Θερβάντες ήταν αδύνατο να εισχωρήσει. Ακόμη και μετά την επιτυχία του Δον Κιχώτη, όχι απλώς δεν άλλαξε η κατάσταση, αλλά βρέθηκε και κάποιος με το ψευδώνυμο Αλόνσο Φερνάντεθ ντε Αβελιανέδα που κυκλοφόρησε μια πλαστή συνέχεια του Δον Κιχώτη που τον διέσυρε κλείνοντάς τον τελικά στο άσυλο, ενώ ειρωνευόταν ευθέως και τον ίδιο τον Θερβάντες αποκαλώντας τον στενοκέφαλο γεροανάπηρο, γεγονός που τον εξόργισε και τον υποχρέωσε να γράψει το δεύτερο τόμο αποκαθιστώντας τον ήρωά του και τον εαυτό του. (Αυτός είναι και ο λόγος που βάζει τον Δον Κιχώτη να πεθαίνει στο τέλος, για να αποφύγει κάθε άλλη πλαστή συνέχεια). Αυτή η κατάσταση τον έφερνε σε τρομακτική αμηχανία και δεν ήξερε πώς να τη διαχειριστεί. Μια φαινόταν εχθρικός και μια φιλικός, μια προσιτός και μια απόμακρος, σε πλήρη σύγχυση. Κάτω από αυτές τις συνθήκες είχε κάθε λόγο να επιτεθεί στο λογοτεχνικό κατεστημένο και το κάνει ανενδοίαστα με το Δον Κιχώτη εξευτελίζοντας το πρότυπο της ιπποτικής μυθιστορίας. Ο Τραπιέγιο διαφωνεί μ’ αυτό λέγοντας ότι ο Θερβάντες ποτέ δεν είχε πρόθεση να ζημιώσει το ιπποτικό μυθιστόρημα κι ότι αντίθετα του έδωσε νέα διάσταση. Είναι φανερό ότι κάνει λάθος. Και μόνο η γκροτέσκα εμφάνιση του ιππότη με το άχαρο σώμα, τα χάρτινα όπλα και το ψωράλογο, τον διαψεύδει. Ο Μενέντεθ Πελάγιο υποστηρίζει ότι ο Δον Κιχώτης έδωσε τη χαριστική βολή στο ιπποτικό μυθιστόρημα κι έχει δίκιο. Εδώ ακριβώς συνίσταται και το θαύμα του Δον Κιχώτη. Ενώ ξεκίνησε ως επίθεση σ’ ένα εχθρικό λογοτεχνικό τοπίο, ξεκίνησε δηλαδή με κίνητρα οργής κι εκδίκησης, κατέληξε να γίνει μνημείο ανθρωπιάς κι ευαισθησίας.
Είναι φανερό ότι ο Θερβάντες παρασύρθηκε από τον ήρωά του. Τον αγάπησε, και το κυριότερο, ταυτίστηκε μαζί του, πρόσεξε δηλαδή μια άλλη οπτική του εαυτού του. Ο Δον Κιχώτης αναζητούσε τη φήμη με τα γράμματα και τα όπλα. Ήθελε τόσο την αποδοχή και ποτέ δεν τη βρήκε. Ήταν πάντα γραφικός για τους άλλους, αν και είχε τις καλύτερες προθέσεις. Παρά την ιδιόμορφη σοφία του εισέπραττε το χλευασμό. Αναζητούσε τις περιπέτειες με τρόπο τυχοδιωκτικό. Παρασυρόταν από το ρομαντισμό του. Επιδίωκε το αδύνατο, γεγονός που το ξέρανε όλοι εκτός από αυτόν. Χάρηκε απίστευτα όταν έμαθε ότι κάποιος αφηγήθηκε σε βιβλίο τα κατορθώματά του. Ήταν απόλυτα δουλικός απέναντι στους ευγενείς που τον χλεύαζαν. Ήταν αποτυχημένος. Περιπλανιόταν από μέρος σε μέρος. Συντριβόταν μέσα στην ίδια του την ορμή. Δεν υπήρχε περίπτωση να δικαιωθεί σ’ ένα κόσμο εχθρικό. Ένας άνθρωπος εκτός τόπου και χρόνου καταδικασμένος στη μοναξιά. Αλλά περήφανος κι αξιοπρεπής μέχρι το τέλος. Με δυο λόγια ο άλλος εαυτός του Θερβάντες. Γι’ αυτό εξοργίστηκε με την πλαστή συνέχεια, γιατί δεν πρόσβαλε απλώς ένα δημιούργημά του, αλλά τον ίδιο του τον εαυτό.


                                                                      Θανάσης Μπαντές.  abbades75@gmail.com



Δεν υπάρχουν σχόλια: