6.5.11

η καταθλιψη


Ένας συνεργάτης με το ψευδώνυμο Ζίγκμουντ, θα κάνει κάποια σχόλια πάνω σε ζητήματα που έχουν σχέση με την ψυχολογία, αρχίζοντας απο σήμερα. Δεν έχει φυσικά καμιά σχέση ιδεολογική ή και ..διανοητική με τον διάσημο συνονόματό του αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία.

Σχολιάζει ο Ζίγκμουντ

Το αίσθημα της κατάθλιψης δημιουργείται σαν αποτέλεσμα της απελπισίας από μια άλυτη σύγκρουση που δημιουργεί αίσθηση παγίδευσης, απο ενοχές που πλήττουν το αίσθημα αυτοεκτίμησης, από απώλειες κλπ. Όταν αυτά εμπλέκονται με βαθύτερες αιτίες που έχουν σχέση με το πώς διαμορφώθηκε ο χαρακτήρας και απειλούνται τα θεμέλια του εαυτού και της αυτοεκτίμησής του, τότε μπορεί να πάρει μόνιμα και επώδυνα χαρακτηριστικά.
Όπως μπορεί να προκύψει και ως αποτέλεσμα της μη εκπλήρωσης των επιδιώξεων του εαυτού.
Η κατάθλιψη και η μνήμη. Η μνήμη αποτελεί βασικό στοιχείο της κατάθλιψης. Τα παιδιά δεν έχουν κατάθλιψη επειδή δεν υπάρχει συσσωρευμένη μνήμη. Η εμφάνιση της στα παιδιά συνδέεται με τραυματικά γεγονότα που μένουν στη μνήμη (η συναισθηματική φόρτιση τα κάνει τραυματικά και κάνει ισχυρές τις εγχαράξεις), αν δεν μπορέσουν να εξισορροπηθούν από άλλα θετικά για την ανάπτυξη του παιδιού γεγονότα και εξηγήσεις που θα του δίνουν μια πειστική ιστορία μέσα στην οποία θα μπορεί να αναπτυχθεί.
Όσο συσσωρεύεται περισσότερη μνήμη, δηλαδή όσο μεγαλώνουμε, επειδή όλοι εμπλέκονται αναπόφευκτα σε δυσάρεστα γεγονότα για τα οποία μπορεί να έχουν από καθόλου, λίγη ή περισσότερη ευθύνη, τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες δημιουργίας δυσλειτουργιών στην ένταξη όλων των γεγονότων αρμονικά στην ιστορία που δημιουργεί ο καθένας για τον εαυτό του.
Η αφομοίωση, απορρόφηση όλων αυτών των γεγονότων στη συνολική ιστορία που φτιάχνει ο καθένας για τον εαυτό του, εξαρτάται από το επίπεδο της αυτοεκτίμησης αλλά και τον παθητικό ή εξωστρεφή επιθετικό χαρακτήρα του ατόμου.
Δεν μπορούμε και ούτε είναι φυσικά σκόπιμο να καταργήσουμε τη μνήμη.
Οι παθητικές, υποτακτικές συμπεριφορές. Σ' αυτές υπάρχει συχνά ένα αυστηρό, τιμωρητικό υπερεγώ που ελέγχει, σαν επικράτηση εξουσιαστικών προτύπων, που δεν επιτρέπει την υπεράσπιση  του εαυτού βλάπτοντας τους άλλους, τουλάχιστον ανοιχτά. Μπορεί να γίνει με πλάγιους τρόπους
ώστε αυτός να φαίνεται καλός(αυτό αφορά αυτούς που έχουν μια συγκαλυμμένη επιθετικότητα με έναν υπερτροφικό εγωισμό) ή μπορεί να στρέψει την επιθετικότητα του με τη μορφή ενοχών και αυτοκατηγοριών προς τα μέσα, στον ίδιο τον εαυτό. Υπάρχει συνεχής ανάγκη επιβεβαίωσης από τους άλλους για να τονώσει την αυτοεκτίμηση του και όταν αυτή δεν του δίνεται ή δεν του δίνεται τόσο επαρκώς όσο θεωρεί αναγκαία για την τόνωση του εγώ του, τότε τα γεγονότα που θεωρεί ότι τον μειώνουν στα μάτια των “κριτών” του, θεωρούνται σαν απόδειξη των “δικαιολογημένων” αυτοκατηγοριών. Αυτό μερικές φορές μπορεί να πάρει ανεξέλεγκτο χαρακτήρα και να αναμασώνται αυτοκατηγορίες συνεχώς.
Όταν μπλέκονται σε εσωτερικές συγκρούσεις δύσκολες, επώδυνες, λόγω της αναποφασιστικότητας τους αυτές σέρνονται και διαιωνίζονται, περιμένοντας να παρθούν οι αποφάσεις από τους άλλους για να μην πάρουν οι ίδιοι την ευθύνη μιας και δεν θέλουν να γίνουν "κακοί".
Η παθητική συμπεριφορά αποτελεί κατάλοιπο παιδικών συμπεριφορών, τότε που είναι πιο εύκολο να επικρατήσουν τέτοιου είδους συμπεριφορές και πρέπει φυσικά να ξεπερασθεί. Τέτοιες παθητικές ή υποτακτικές συμπεριφορές υπάρχουν σε μεγάλο ποσοστό λόγω και του τρόπου διαπαιδαγώγησης και πολλές φορές είναι δύσκολο να ξεπερασθούν. Είναι ένα “τρομαγμένο παιδί” μέσα μας. Ίσως βρίσκονται και στη βάση του φόβου για ομοφυλόφιλες τάσεις, ο οποίος φόβος αναπτύσσεται συχνά στην εφηβεία, σε συνδυασμό φυσικά και με άλλους παράγοντες που δεν είναι της ώρας να τους αναπτύξουμε.

To άγχος είναι συχνά συνοδευτικό της κατάθλιψης αν και πολύ συχνά υπάρχει και αυτοτελώς. Στο άγχος υπάρχει μια συνεχής αίσθηση κινδύνου για τον εαυτό, που κατά κανόνα δεν έχει βάση ή όταν έχει συνήθως αυτός ο κίνδυνος υπερβάλεται. Μπορεί να θεωρείται ευάλωτος ο εαυτός από οποιαδήποτε έστω και μικρή προσβολή να καταρρεύσει. Σε μια παθητική προσωπικότητα που περιμένει κατά βάση την επιβεβαίωση από τους άλλους, είναι και ο φόβος της σύγκρισης με τους άλλους. Αυτά συνδυάζονται με μια υπερβολική αντίδραση συναγερμού. Ίσως και η υπερβολική αντίδραση στον πόνο(αν και εδώ μπορεί να υπεισέρχονται και προδιαθεσικοί και άλλοι παράγοντες, εξαρτημένα αντανακλαστικά κλπ), πολλές φορές μπορεί να έχει σχέση με αυτή την εικόνα του ευάλωτου εαυτού που θεωρεί ότι θα καταρρεύσει στην πιο μικρή προσβολή. Ο εαυτός δεν είναι σταθερός, δεν νοιώθει δυνατός ώστε να αντέχει χτυπήματα. Υπάρχει ο φόβος ότι και ένα μικρό χτύπημα, ένας πόνος(που είναι μια απειλή, έτσι την αντιλαμβάνεται ο οργανισμός), θα τον διαλύσει, θα τον αφήσει ανάπηρο, θα ..πεθάνει, επειδή είναι αδύναμος.
Το άγχος σε οποιαδήποτε περίπτωση είναι περιττό και επιβλαβές. Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι η ακριβής εκτίμηση της κατάστασης, τι ακριβώς υπάρχει και ανάλογα να αποφασίσουμε αν πρέπει να φύγουμε, να αμυνθούμε ή να επιτεθούμε.
Το άγχος επειδή σημαίνει αυξημένη αίσθηση κινδύνου, οδηγεί τον οργανισμό σε υπερέκκριση των λεγόμενων ορμονών του στρες, δηλαδή των κατεχολαμινών και της κορτιζόλης. Με όλες τις συνέπειες που έχει μια συνεχής υπερέκκριση στη λειτουργία όλου του οργανισμού, με επιπτώσεις σε όλα τα επίπεδα της λειτουργίας του. Πολύ συνοπτικά θα αναφέρουμε τα εξής. Αυτές οι ορμόνες του στρες όταν εμφανίζεται κάποιος κίνδυνος παίζουν το ρόλο της γενικής κινητοποίησης και προετοιμασίας του οργανισμού για να δώσει μάχη. Είναι δηλαδή μια έκτακτη κατάσταση που αφού αντιμετωπισθεί πρέπει να ξαναπεράσει σε ένα επίπεδο επαγρύπνησης χαμηλότερο, δηλαδή σε χαλάρωση. Όταν υπάρχει μια συνεχής διέγερση και αυξημένα επίπεδα έκκρισης, όταν θα χρειασθεί πραγματικά η υπερέκκριση δεν θα μπορέσουν να την πετύχει στο επίπεδο που χρειάζεται ώστε να κινητοποιηθεί σωστά ο οργανισμός. Η αντοχή στον πόνο που προσφέρουν αυτές οι ορμόνες εξηγεί κατά ένα μέρος και την μειωμένη αντοχή όταν ο πόνος είναι πραγματικός. Η συνεχής υπερέκκριση έχει επιπτώσεις αποδεδειγμένες στην άμυνα του οργανισμού, τον μεταβολισμό του σακχάρου και των λιπιδίων. Ακόμη στην υπέρταση και τις καρδιακές αρρυθμίες. Σε πειράματα με σκυλιά που τα είχαν σε κατάσταση φόβου παρατηρήθηκε ότι εμφάνιζαν μειωμένη ικανότητα εξερεύνησης, αυξημένη αντίδραση αιφνιδιασμού και πεθαίνανε από καρδιακές αρρυθμίες.
Οι επιθετικές, εξωστρεφείς συμπεριφορές. Η μειωμένη αυτοεκτίμηση σε οποιοδήποτε επίπεδο, όταν υπάρχει, αναπληρώνεται μέσα από την επιδίωξη υποταγής των άλλων, μετάθεσης της όποιας ευθύνης σ’ αυτούς, ώστε μ’ αυτό τον τρόπο να αποδείξει στον εαυτό του ότι αυτός υπερέχει. Αφού δεν υπάρχουν αυτοκατηγορίες συνήθως δεν υπάρχει και κατάθλιψη.
Φυσικά δεν είναι πάντα έτσι απλά τα πράγματα. Μπορεί να εμπλακεί σε μια σύγκρουση άλυτη η οποία να διαβρώσει σταδιακά τις άμυνες του και το οικοδόμημα που έχει στήσει να παρουσιάσει μικρότερες ή μεγαλύτερες ρωγμές. Γενικά όμως είναι πιο προστατευμένος.

Ο ρόλος της τεστοστερόνης. Είναι γεγονός ότι στις γυναίκες εμφανίζονται μεγαλύτερα ποσοστά κατάθλιψης απ’ ότι στους άνδρες. Αυτό έχει οπωσδήποτε σχέση και με τη διαπαιδαγώγηση. Στις γυναίκες επιβάλλεται ένα παθητικό, υποτακτικό στην ανδρική κατ’ αρχήν εξουσία πρότυπο, αλλά και γενικά μια παθητική, υποτακτική στάση. Θεωρείται ίδιον της γυναίκας. Ώστε και ο άνδρας να εκδηλώσει την προστασία του. Αυτό θεωρείται τόσο δεδομένο που πράγματι πολλές φορές είναι δύσκολο να ερωτευθείς μια γυναίκα με ιδιαίτερα επιθετικά, εξουσιαστικά, δηλαδή “ανδρικά” χαρακτηριστικά.
Υπάρχει όμως και βιολογική βάση με το ρόλο της τεστοστερόνης για την έκφραση επιθετικών χαρακτηριστικών και συμπεριφορών.
Όμως σε κάθε περίπτωση αυτό που κρίνει την ωριμότητα του εαυτού είναι το επίπεδο αυτοεκτίμησης που αναπτύσσεται. Η υποτακτική συμπεριφορά απο τη μια ή η επιθετική απο την άλλη, αφορούν ένα ας το πούμε κατώτερο επίπεδο ανάπτυξης της προσωπικότητας που πρέπει έτσι κι αλλιώς να ξεπερασθεί.

Οι ηγέτες ήταν κατά κανόνα άνδρες. Ο ηγέτης έπαιρνε και πρέπει να πάρει αποφάσεις που κάποιους θα βλάψουν προκειμένου να ωφεληθούν περισσότεροι- στην καλύτερη των περιπτώσεων- ή γιατί έτσι εξυπηρετούνται οι σκοποί που υπάρχουν στο χώρο που ηγείται. Πρέπει να παίρνει γρήγορα αποφάσεις. Δεν μπορεί να πέφτει σε κατάθλιψη αν συμβεί κάτι δυσάρεστο στο οποίο ευθύνεται και αυτός. Άρα ηγέτης δεν μπορεί να είναι ένας παθητικός, υποτακτικός χαρακτήρας. Όμως πολλά παραδείγματα ηγετών υπάρχουν που κατέληξαν σε κατάθλιψη και παράνοια, ιδιαίτερα οι διάφοροι “στρατηλάτες” στην ιστορία που καταλήγανε παρανοϊκοί. Οι αντοχές πάντα έχουν κάποια όρια.

Ο ρόλος της σεροτονίνης και άλλων ορμονών. Έχει εντοπισθεί ο ρόλος της σεροτονίνης στην κατάθλιψη. Εξ άλλου τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται σήμερα αυξάνουν την ποσότητα αυτής της ουσίας και αυτό έχει κάποια αποτελέσματα . Το ερώτημα είναι αν πρόκειται για την πρωτοπαθή διαταραχή, δηλαδή κάποια εκφύλιση των νευρώνων που παράγουν την σεροτονίνη ή κάποια ανεπάρκεια των υποδοχέων της, οπότε η κατάθλιψη έχει μεγάλες πιθανότητες να εμφανισθεί έτσι κι αλλιώς σε κάποια φάση ή είναι δευτερογενές φαινόμενο, δηλαδή όταν υπάρχει ένα χαμηλό επίπεδο αυτοεκτίμησης ή όταν εμφανισθεί η κατάθλιψη ελαττώνονται τα επίπεδα της σεροτονίνης. Το πρώτο δεν είναι καθαρό σε τι βαθμό υπάρχει, αν κι έχουν υπάρξει μελέτες που δείχνουν κληρονομική επιβάρυνση.
Είναι πολύ πιθανό να υπάρχει ως ένα βαθμό αυτός ο παράγοντας, κυρίως σε επίπεδο ειδικών υποδοχέων της, που δεν είναι και μελετημένοι αρκετά, επειδή υπάρχουν αρκετοί διαφορετικοί υποδοχείς της με διαφορετικές δράσεις. Εμπλέκονται όμως στην κατάθλιψη και άλλες ορμόνες όπως οι κατεχολαμίνες. Δημιουργούνται αυτορρυθμιστικά κυκλώματα. Είναι φανερό όμως ότι τουλάχιστον για τις κατεχολαμίνες, η έκκριση τους έχει σχέση και με τα πρότυπα συμπεριφοράς μας, τους τρόπους δηλαδή που έχουμε μάθει να αντιδρούμε σε διάφορες καταστάσεις. Είναι γνωστό επίσης ότι μετά απο μια επιτυχία που έχουμε, μια νίκη σε κάτι, μια επιβράβευση κλπ, ανεβαίνουν τα επίπεδα διαφόρων κατεχολαμινών που έχουν σχέση με την ευχαρίστηση, όπως η ντοπαμίνη για παράδειγμα αλλά και της τεστοστερόνης, η οποία πέφτει μετά μια απο αποτυχία που θίγεται η αυτοεκτίμηση μας. Πιθανόν να συμβαίνει κάτι παρόμοιο και με την έκκριση της σεροτονίνης. Έτσι αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να τροποποιήσουμε τα πρότυπα των συμπεριφορών μας.

Το επίπεδο αυτοεκτίμησης. Είναι η βάση πάνω στην οποία δημιουργούνται οι όποιες ιστορίες για τον εαυτό. Πόσο ισχυρές είναι ώστε να αντέχουν την πίεση των γεγονότων. Έχει σχέση με την ωρίμανση της προσωπικότητας ώστε να κάνει την πιο δυνατή αντικειμενική εξέταση των δεδομένων που τον αφορούν αλλά και του ίδιου του εαυτού του, να έχει πιο συνολική εικόνα της κατάστασης. Δεν εξαρτάται υπερβολικά από τις γνώμες των άλλων για το ποιος είναι ή για την εικόνα του εαυτού του. Τα μεμονωμένα γεγονότα στα οποία εμπλέκεται και την όποια συμμετοχή του, τα αξιολογεί σωστά. Έτσι είναι πολύ πιο δύσκολο αυτά να μειώσουν την αυτοεκτίμηση του. Δεν χρειάζεται ακόμη να καταφύγει σε επιθετική συμπεριφορά απέναντι σε άλλους είτε για να μεταθέσει ευθύνες είτε για να δείξει την υπεροχή του.
Όταν εμπλέκεται σε συγκρούσεις που λύνονται δύσκολα, θα προσπαθήσει να δώσει λύσεις, τις καλύτερες δυνατές ή τις λιγότερο επώδυνες έστω μακροπρόθεσμα, με αποφασιστικότητα και σύνεση. Δυστυχώς τα πράγματα στη ζωή μερικές φορές είναι πολύ δύσκολα αλλά πρέπει να ψάχνουμε τη λιγότερο επώδυνη λύση.
Έτσι μπορεί να ξεπερασθεί η παθητική ή η επιθετική συμπεριφορά και αυτό αφορά και τους άνδρες και τις γυναίκες, και μπορεί να γίνει ανεξάρτητα από τις διάφορες ορμόνες και την αρχικά επιθετική ή παθητική συμπεριφορά.

Η μοναξιά. Είναι ένας παράγοντας επιβαρυντικός με την έννοια ότι μπορεί να οξύνει το πρόβλημα της αυτοεκτίμησης. Κυρίως όταν δεν είναι αποτέλεσμα συνειδητής επιλογής, αυξάνονται τα ερωτηματικά κατά πόσο σε θέλουν οι άλλοι, σε αγαπούνε, πόσο αποδεκτός είσαι κλπ. Αυξάνεται δηλαδή η πιθανότητα για την εμφάνιση κατάθλιψης. Αλλά και αυτοί που την επιλέγουν, δεν είναι άτρωτοι από ανασφάλειες, κανένας δεν είναι.
Δηλαδή στον βαθμό που υπάρχει μέσα μας μια παθητική υποτακτική πλευρά, ένα “τρομαγμένο παιδί”, πρέπει να το πείσουμε ότι δεν χρειάζεται να τρομάζει. Αυτό θα γίνει και με την απαραίτητη αυτοανάλυση για τον εντοπισμό αυτών των συμπεριφορών που πρέπει να ξεπερασθούν που αποτελούν υπολείμματα μιας παιδικής υποτακτικής συμπεριφοράς και των αιτίων που τις προκάλεσαν. Αυτό αποτελεί προϋπόθεση για την απρόσκοπτη ανάπτυξη του εαυτού, της αυτοεκτίμησης, μιας στάσης απέναντι στους άλλους που ξεπερνά το σχήμα της παθητικότητας ή της επιθετικότητας και βασίζεται στην ισότιμη και αντικειμενική σχέση, που αποτελούν τη βάση για μια αρμονική κατά το δυνατόν διαβίωση.

Υπάρχουν δύο πόλοι στη δράση μας που εμπλέκονται και με το επίπεδο αυτοεκτίμησης. Είναι ο πόλος της ευχαρίστησης –ηδονής και πόσο έχει ικανοποιηθεί και ο πόλος του πόνου.
Ο βαθμός ικανοποίησης του πρώτου πόλου δίνει το αίσθημα της πλήρωσης. Τα συσσωρευμένα από την εξέλιξη νευρωνικά κυκλώματα, που αντιπροσωπεύουν βασικές ανάγκες του εαυτού, θέλουν να εκφρασθούν, να ικανοποιηθούν.
Αν ο πόλος ευχαρίστηση-ηδονή έχει ικανοποιήσει σε μεγάλο βαθμό την έκφραση του, τότε και η αυτοεκτίμηση αλλά και η αυτοπεποίθηση είναι μεγαλύτερη.
Κάθε πλήγμα στον εαυτό μπορεί να οδηγήσει σε μετατόπιση προς την μεριά του πόνου. Δηλαδή μια αρρώστια για παράδειγμα, αν αδυνατίζει την αυτοπεποίθηση μας για διάφορους λόγους-δεν τους αναλύουμε-, οδηγεί σε μετατόπιση προς τον πόλο του πόνου που είναι συνδεδεμένος με την κατάθλιψη. Κατάθλιψη σημαίνει ότι είμαστε στην πλευρά του πόλου του πόνου.
Όλα τα συναισθήματα θα μπορούσαν να τοποθετηθούν πάνω σ’ αυτό το δίπολο.
Η αυτοπραγμάτωση του ατόμου, επειδή έχει σχέση με την ικανοποίηση των επιθυμιών του, των δυνατοτήτων του κλπ, είναι στην πλευρά της ευχαρίστησης.
Η παθητικότητα, η γκρίνια κτλ είναι στην πλευρά του πόνου.
Όταν σε κάποιον πληγεί η αυτοπεποίθηση του από κάποια απειλή τιμωρίας για παράδειγμα, που θα πλήξει την εικόνα του προς τα έξω-αν στηρίζεται υπερβολικά στο τι λέει ο κόσμος, επειδή η γνώμη για τον εαυτό του είναι αρκετά επισφαλής-, οδηγείται σε πιο παθητικές συμπεριφορές. Μόλις το ξεπεράσει λίγο, το συνηθίσει κτλ, ξαναγυρνά στην προηγούμενη του συμπεριφορά. Ή αντίθετα μπορεί να οδηγηθεί σε επιθετικές συμπεριφορές. Είναι ένα καλό τεστ για το ποιος έχει επιθετικές τάσεις και ποιος παθητικές.
Διάφορες άλλες καταστάσεις, πχ ναρκισσισμός, υστερική-θεατρική συμπεριφορά, κτλ, είναι προς τον πόλο του πόνου. Όλα αυτά έχουν σχέση και με δυσαρμονίες στην κοινωνικοποίηση του ατόμου, που δεν είναι όμως της ώρας να αναπτύξουμε. Επίσης ανάλογα και με τις άμυνες που έχουν αναπτυχθεί, συνήθως δίνουν στον εαυτό ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο αίσθημα προσαρμογής και σχετικής ικανοποίησης.
Πως μπορούν να αλλάξουν αυτά; Με την συνειδητή επεξεργασία των προτύπων συμπεριφοράς, επειδή πολλές από αυτές τις συμπεριφορές έχουν τη βάση τους σε πρότυπα συμπεριφοράς που εδραιώθηκαν στην παιδική ηλικία και δεν έχουν επαρκώς εκσυγχρονισθεί με βάση την πράξη και τα αντικειμενικά δεδομένα που έχουν προκύψει απο την ανάπτυξη του εαυτού, αφού φυσικά υπάρξει πρώτα επίγνωση τους. Με την δίκαιη πεποίθηση ότι έχουμε υποχρέωση στον εαυτό μας-και δεν επιτρέπεται να του στερήσουμε αυτό το δικαίωμα- να επιδιώκουμε την ικανοποίησή του και να αποφεύγουμε τον πόνο. Αλλιώς είναι σαν να του λέμε, ζωή είναι, θα περάσει..
Επίσης οι συμπεριφορικές στρατηγικές μπορεί να έχουν αποτελέσματα. Δηλαδή εφαρμογή στην πράξη της επιδιωκόμενης, από τη γνώση που έχουμε αποκτήσει, συμπεριφοράς. Σ' αυτό μπορεί να βοηθήσει και η μίμηση κάποιου προτύπου, πραγματικού ή φανταστικού, που δρα για παράδειγμα με τον τρόπο που επιδιώκουμε, για το πώς θα δρούσε αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση. Μπορεί να μην είναι μόνο ένα αυτό το πρότυπο αλλά να είναι πολλά, ανάλογα με την περίπτωση. Τα πρότυπα είναι καλό να είναι αποδεκτά και για άλλες ιδιότητες τους και όχι μόνο γι αυτήν που επιλέγουμε ώστε να ενισχύεται η αποδοχή τους και στον συγκεκριμένο τομέα.
Είναι μια διαδικασία δύσκολη και επίπονη, απαιτεί και γνώση και προσπάθεια, πολλές φορές μακρόχρονη, αλλά ακόμη και τα μικρά βήματα που θα γίνονται προς αυτή την κατεύθυνση, φέρνουν ανακούφιση.




Δεν υπάρχουν σχόλια: